- χοιρέας
- χοιρέᾱς , χοίρειοςof a swinefem acc pl (epic)χοιρέᾱς , χοίρειοςof a swinefem gen sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χοιρέας — Χοιρέᾱς , Χοίρεαι masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)